- ψηφοπαικτῶ
- ψηφοπαικτέωplay juggling trickspres subj act 1st sg (attic epic doric)ψηφοπαικτέωplay juggling trickspres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηφοπαικτώ — έω, Α [ψηφοπαίκτης] 1. είμαι ψηφοπαίκτης* 2. φρ. «ψηφοπαικτῶ τὸ δίκαιον» διαπράττω τεχνάσματα κατά τού δικαίου (Λυσ.) … Dictionary of Greek